άποτος

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄποτος, -ον)
αυτός που δεν ήπιε, ο διψασμένος
αρχ.
1. ακατάλληλος για πόση
2. αυτός που δεν πίνει ποτέ ή δεν έχει πιει
3. αυτός που δεν μπορεί να πιει.