άπτωτος

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄπτωτος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει πέσει ή δεν υπόκειται σε πτώση
2. γραμμ. αυτός που δεν έχει πτώσεις, ο άκλιτος.