άκλιτος
From LSJ
ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' ἔργον → everyone jumps up from bed to work, everyone jumps up to work
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄκλιτος, -ον)
(στη γραμματική) αυτός που δεν κλίνεται
μσν.
ο πείσμων, ο δύσκαμπτος, άκαμπτος, ανένδοτος (Ιω. Κλίμ.)
αρχ.
1. αυτός που δεν παρουσιάζει κλίση
2. ο σταθερός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + κλίνω.
ΠΑΡ. ακλισία].
Translations
Bulgarian: несклоняем; Catalan: indeclinable; Chinese Mandarin: 不变格的; Czech: nesklonný; Danish: ubøjelig; Dutch: onverbuigbaar; Finnish: taipumaton; French: indéclinable; German: undeklinierbar, indeklinabel; Greek: άκλιτος; Ancient Greek: ἄκλιτος; Hungarian: ragozhatatlan; Icelandic: óbeygjanlegur; Latin: indeclinabilis; Norman: îndêclyinnabl'ye; Polish: nieodmienny; Portuguese: invariável, indeclinável; Russian: несклоняемый