-η, -οαόρατος, άφαντος («ἔγιν' ἄρατος» — πήρε δρόμο).[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < (προστ.) άρατε του (αρχ. ρ.) αίρω, από την εκκλ. φρ. άρατε πύλας ή άρατος < αόρατος].