άργεμος

Greek Monolingual

ἄργεμος, ο (AM)
1. άργεμα (Ι)
2. το κυρίως σώμα του νυχιού με χαρακτηριστικά το ρόδινο χρώμα και τη γραμμωτή επιφάνεια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Βλ. άργεμο].