Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ἄργεμος, ο (AM)1. άργεμα (Ι)2. το κυρίως σώμα του νυχιού με χαρακτηριστικά το ρόδινο χρώμα και τη γραμμωτή επιφάνεια.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Βλ. άργεμο].