Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

άργεμα

From LSJ

Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau

Menander, Monostichoi, 98

Greek Monolingual

(I)
το (Α ἄργεμα)
αρρώστια των ματιών, λεύκωμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Βλ. άργεμο].
(II)
το αργεύω
1. η αργοπορία
2. η ποινή αργίας που επιβάλλεται σε κληρικό.