και άσπαγος, -η, -ο σπάω1. αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να σπάσει («άσπαστη πέτρα», «άσπαστο ποτήρι»)2. ο αδιάσπαστος, ο συνεχής3. (για γυναίκα) εκείνη που δεν είναι σπασμένη, η αδιακόρευτη.