εκείνη

From LSJ

ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἀποθνήσκει νέος → he whom the gods love dies young, only the good die young

Source

Greek Monolingual

(I)
η
βλ. εκείνος.
(II)
ἐκείνῃ (Α)
βλ. εκείνος.