άσφαιρος

Greek Monolingual

-η, -ο
ο χωρίς σφαίρες ή βλήματα («άσφαιρα πυρά»).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερ. + σφαίρα. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Αιών].