Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
άσφυκτος
Greek Monolingual
ἄσφυκτος, -ον (Α) σφύζω 1. αυτός που δεν έχει σφυγμό 2. ο δίχωςσθένος 3. (για την ψυχή) ο ήρεμος, ο συγκρατημένος 4. αυτός που δεν προκαλεί γρήγορο ἡ δυνατό σφυγμό.