άφρων

Greek Monolingual

(-ονος), -ον (AM ἄφρων) φρην
1. ανόητος, απερίσκεπτος
2. παράλογος, τρελός
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἄφρον
η αφροσύνη.