-η, -ο (AM ἄχρονος, -ον)αυτός που δεν υπόκειται σε χρονικό περιορισμό, αιώνιοςαρχ.-μσν.1. σύντομος, ολιγοχρόνιος2. επίρρ. ἀχρόνωςχωρίς καθορισμένα χρονικά όρια.