-η, -ο (AM ἄχρωμος, -ον)νεοελλ.1. αυτός που δεν έχει χρώμα2. ωχρός, ξεθωριασμένος3. εκείνος που δεν έχει έντονο χαρακτήρα ή χαρακτηριστικά, ασήμαντοςαρχ.-μσν.όποιος δεν κοκκινίζει από ντροπή, ανερυθρίαστος, αναιδής.