έθιμο

Greek Monolingual

το (AM ἔθιμον) έθος
το έθιμο, τα έθιμα
κοινή συνήθεια κοινωνικής ομάδας, η οποία προέρχεται από μακρά παράδοση
μσν.
τὰ ἔθιμα
η εμμηνορρυσία.