το (AM ἔθιμον) έθοςτο έθιμο, τα έθιμακοινή συνήθεια κοινωνικής ομάδας, η οποία προέρχεται από μακρά παράδοσημσν.τὰ ἔθιμαη εμμηνορρυσία.