έισος

Greek Monolingual

ἔϊσος, -η, -ον (Α)
1. ίσος, όμοιος
2. (για πλοίο) ισορροπημένος, σύμμετρος, καλοζυγισμένος
3. (για ασπίδα) στρογγυλή
4. (για νου) φρόνιμος, δίκαιος, σωστός.