Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
έκδοτος
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔκδοτος, -ον) μσν.- νεοελλ. ο παραδομένος στα πάθη, ο ακόλαστος αρχ. 1. (για πρόσ.) αυτός που παραδόθηκε 2. προδομένος 3. (για γυναίκα) αυτή που δόθηκε σε γάμο 4. αυτός που περιέρχεται στη διάθεση κάποιου.