έκτρωση

Greek Monolingual

η (Α ἔκτρωσις)
πρόωρη αποβολή του εμβρύου από τη μήτρα, αυτόματη ή τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης
αρχ.
άμβλωση, αποβολή, πρόωρη γέννηση.