έκφανση

Greek Monolingual

η (AM ἔκφανσις)
η ενέργεια του εκφαίνω, φανέρωση, φανέρωμα, δήλωση, εκδήλωση («εκφάνσεις του βίου» — οι εκδηλώσεις, τα φανερώματα της ζωής).