φανέρωση
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
Greek Monolingual
η / φανέρωσις, -ώσεως, ΝΜΑ [[φανερῶ, -ώνω]]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του φανερώνω, φανέρωμα
αρχ.
1. παρουσίαση, επίδειξη
2. το να δίνει κανείς σύνθημα ή παράγγελμα
3. αστρον. το να γίνεται κάτι ορατό.