φανέρωση
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
Greek Monolingual
η / φανέρωσις, -ώσεως, ΝΜΑ [[φανερῶ, -ώνω]]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του φανερώνω, φανέρωμα
αρχ.
1. παρουσίαση, επίδειξη
2. το να δίνει κανείς σύνθημα ή παράγγελμα
3. αστρον. το να γίνεται κάτι ορατό.