-α -ο (AM ἔμπυος, -ον)1. ο γεμάτος πύον, εμπυασμένος, διαπυημένος(«έμπυον τραύμα»)2. αυτός που προκαλεί πύον3. το ουδ. ως ουσ. το έμπυον και όμπυοτο πύον.