έντερο
Greek Monolingual
και άντερο, το (AM ἔντερον)
το σωληνοειδές τμήμα του πεπτικού συστήματος από τον στόμαχο ώς τον πρωκτό
αρχ.-μσν.
φρ. «ἔντερα γῆς»
α) τα σκουλήκια
β) άνθρωποι χαμερπείς και τιποτένιοι
αρχ.
1. χορδή τόξου κατασκευασμένη από έντερο
2. μήτρα, κοιλιά
3. το εσωτερικό τών καρπών
4. φρ. «ἐπὶ μετρίῳ ἐντέρῳ» — με ολιγοφαγία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λέξη, που από την Αρχαία δήλωνε τα εντόσθια, ταυτίζεται μορφολογικά και σημασιολογικά με αρμεν. ∂nderk', -ac, αρχ. ισλ. i∂ar. Η πρωταρχική γενική σημ. «εσωτερικός» απαντά στα αρχ. ινδ. antara-, αβεστ. antara-, λατ. interior καθώς και στα επίρρ. αρχ. ινδ. antar, λατ. inter. Ο τ. ανάγεται σε ΙE en (βλ. εν) και εμφανίζει το επίθημα του συγκριτικού βαθμού -tero-].
Translations
Afrikaans: derm; Albanian: zorrë; Apache Western Apache: bichʼįʼ; Arabic: مِعًى, مَعْي, مِعَاء, أَمْصِرَة, مَصِير, مُصْرَان, مَصَارِين, حَشًا, أَحْشَاء; Egyptian Arabic: أمعاء, مصران, مصارين; Aragonese: zago; Armenian: աղիք; Aromanian: matsu; Azerbaijani: bağırsaq; Bashkir: эсәк; Belarusian: кі́шка, кішэ́чнік, чэ́рава; Bengali: অন্ত্র; Bulgarian: черво́; Burmese: အူ, ဝမ်း; Catalan: intestí, budell; Cebuano: tinai; Chinese Dungan: чонзы; Mandarin: 腸管, 肠管, 腸子, 肠子, 腸, 肠; Cimbrian: buarst; Classical Nahuatl: cuitlaxcolli; Czech: střevo; Danish: tarm; Drung: pvgyeu; Dutch: darm, ingewanden; Esperanto: intesto; Estonian: sool; Finnish: suolisto, suolet; French: intestin, boyau; Galician: intestino, tripa; Georgian: ნაწლავი, კუჭ-ნაწლავი; German: Darm, Eingeweide; Greek: έντερο; Ancient Greek: ἔντερον; Hawaiian: naʻau; Hebrew: מְעִי; Hindi: अँतड़ी, आँत, आंत; Hungarian: bél, zsiger; Hunsrik: Daarem; Icelandic: görn; Indonesian: usus; Irish: putóg, drólanna; Italian: intestino; Japanese: 腸管, 腸; Kazakh: ішек; Khmer: ពោះវៀន, អន្តៈ; Korean: 창자, 창, 배알; Kurdish Northern: rûvî; Kyrgyz: ичеги, ичек; Lao: ລຳໃສ້, ໃສ້, ລຳໄສ້, ໄສ້; Latin: lactes; Latvian: zarna, zarnas; Lezgi: рад; Lithuanian: žarnos; Low German: Darm; Macedonian: црево; Malay: usus; Malayalam: കുടൽ; Maltese: musrana; Manchu: ᡩᡠᡥᠠ; Maori: kōpiro, terotero; Mongolian: гэдэс; Navajo: achʼííʼ; Northern Sami: čoalli; Norwegian Bokmål: tarm, tarmer; Nynorsk: tarm, tarmar; Occitan: intestin, budèl; Ojibwe: ninagizh; Old Church Slavonic Cyrillic: чрѣво; Glagolitic: ⱍⱃⱑⰲⱁ; Old East Slavic: чрево; Old Frisian: therm; Pali: anta; Pashto: انډاره; Persian: روده; Plautdietsch: Doarm; Polish: jelito, kiszka, trzewo; Portuguese: intestino; Romanian: intestin, maț, intestine; Romansch: begl; Russian: кишка́, кише́чник, чре́во; Sanskrit: अन्त्र, गुद; Saterland Frisian: Tierm, Täirm; Scottish Gaelic: caolan, greallach, mionach, innidh; Serbo-Croatian Cyrillic: цре́во, црије́во; Roman: crévo, crijévo; Sichuan Yi: ꃶ; Sindhi: آنڊو; Slovak: črevo; Slovene: črevọ̑; Sorbian Lower Sorbian: crjowo; Upper Sorbian: črjewo; Spanish: intestino, tripa; Sundanese: peujit; Swedish: tarm, inälvor; Tagalog: bituka; Tajik: рӯда; Tatar: эчәк; Thai: ลำไส้, ไส้; Tibetan: རྒྱུ་མ; Turkish: bağırsak; Turkmen: içege, iç; Ukrainian: ки́шка, кише́чник, че́рево; Urdu: آنت; Uyghur: ئۈچەي; Uzbek: ichak; Vietnamese: ruột; Volapük: ninäm; Welsh: coluddyn; West Frisian: term; Wolof: butit; Yiddish: קישקע; Zulu: ithumbu