ἕπταχα (Α)επίρρ. σε επτά μέρη («τὰ μὲν ἕπταχα πάντα διεμοιρᾱτο», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αναλογικός σχηματισμός κατά το πρότυπο του δί-χα].