Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
έχει
Greek Monolingual
το (Μ ἔχει) 1.περιουσία 2.πλούτος. [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άκλιτος τύπος που προήλθε από το απρμφ. ενεστ. έχειν του ρ. έχω (I) (με σίγηση του ληκτικού -ν) πρβλ. το φιλί, ορθότ. το φιλεί<φιλεῖν].