Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ίπνιος
Greek Monolingual
ἴπνιος, -ία, -ον (Α) ιπνός 1. αυτός που ανήκει στον ιπνόν, στον κλίβανο, στον φούρνο 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἴπνια η αιθάλη, η ασβόλη, η καπνιά 3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σωρό κοπριάς, σε κοπρώνα.