ίπνιος

Greek Monolingual

ἴπνιος, -ία, -ον (Α)
ιπνός
1. αυτός που ανήκει στον ιπνόν, στον κλίβανο, στον φούρνο
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἴπνια
η αιθάλη, η ασβόλη, η καπνιά
3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σωρό κοπριάς, σε κοπρώνα.