ἴπνιος
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
English (LSJ)
α, ον,
A (ἰπνός I) of an oven:—hence ἴπνια, τά, soot, Hsch., cf. Sch.Ar.V. 832.
II (ἰπνός IV) of a dunghill, Call.Fr.216.
German (Pape)
[Seite 1257] zum Ofen gehörig, nach Hesych. = τὰ καθάρματα τοῦ ἰπνοῦ. – Callim. frg. 216 bei Schol. Ar. Vesp. 832 λύματα, = κόπρος τῶν ζῴων, f. ἰπνός.
Greek (Liddell-Scott)
ἴπνιος: -α, -ον, (ἰπνὸς) ἀνήκων εἰς τὸν ἰπνόν, τὸν κλίβανον (φοῦρνον)· «ἴπνια· τὰ καθάρματα τοῦ ἰπνοῦ» Ἡσύχ. ΙΙ. ἐν Καλλ. Ἀποσπ. 216 (ἐκ τοῦ ἰπνὸς IV) ἡ κόπρος τῶν ζῴων, ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 832.
Greek Monolingual
ἴπνιος, -ία, -ον (Α)
ιπνός
1. αυτός που ανήκει στον ιπνόν, στον κλίβανο, στον φούρνο
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἴπνια
η αιθάλη, η ασβόλη, η καπνιά
3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σωρό κοπριάς, σε κοπρώνα.