ίσχνανση

Greek Monolingual

η (Μ ἴσχνανσις) ισχναίνω
νεοελλ.
φυσιολογική ελάττωση του λίπους που είναι αποθηκευμένο στο σώμα τών ανθρώπων ή τών ζώων
μσν.
εκλέπτυνση.