Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ἴτηλος, -ον (Α)(κατά τον Ησύχ.) «ἔμμονος, ούκ ἐξίτηλος» — ανεξίτηλος.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Λ. που σχηματίστηκε κατ' απόσπαση από τη λ. ἐξίτηλος].