ίτηλος

Greek Monolingual

ἴτηλος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἔμμονος, ούκ ἐξίτηλος» — ανεξίτηλος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Λ. που σχηματίστηκε κατ' απόσπαση από τη λ. ἐξίτηλος].