αήττητος
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀήττητος και ἀήσσητος -ον) ἡττῶμαι
αυτός που δεν νικήθηκε ή δεν μπορεί να νικηθεί, ανίκητος, ακατάβλητος, ακαταμάχητος.
-η, -ο (Α ἀήττητος και ἀήσσητος -ον) ἡττῶμαι
αυτός που δεν νικήθηκε ή δεν μπορεί να νικηθεί, ανίκητος, ακατάβλητος, ακαταμάχητος.