αβάκιο

Greek Monolingual

το (AM ἀβάκιον) ἄβακας
νεοελλ.
η μαθηματική πλάκα, ο άβακας
μσν.
έκθεση μπροστά από εργαστήρια τών εμπορευμάτων που προορίζονταν για πώληση (συνών. προβολή, κραββατίνα, καθέδρα)
αρχ.
ως υποκ. του ἄβαξ.