Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
αγάλακτος
Greek Monolingual
και αγάλατος, -η, -ο (Α ἀγάλακτος, -ον και ἀγάλαξ, ο, η) αυτός που δεν παρέχει γάλα νεοελλ. (για βρέφη) αυτός που δεν θήλασε αρχ. αυτός που αποκόπηκε από τον θηλασμό. [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ<α- στερ.+γάλα.