ἀγάλαξ
From LSJ
English (LSJ)
ακτος, ὁ, ἡ, = ἀγάλακτος (giving no milk, getting no milk, without milk) I, only in plural ἀγάλακτες, Call. Ap. 52. = ἀγάλακτος II, Hsch., Suid.
Spanish (DGE)
-ακτος
• Prosodia: [ᾰγᾰ-]
que no tiene leche de ovejas, Call.Ap.52.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγάλαξ: ακτος, ὁ, ἡ· = τῷ προηγ. (σημασ. Ι.), ἀπαντᾷ δὲ μόνον κατὰ πληθ. ἀγάλακτες, Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 52. ΙΙ = τῷ προηγ. ΙΙ. Ἡσύχ. Σουΐδ.