ἀγάστονος, -ον (Α)1. (για τον παφλασμό των κυμάτων) αυτός που ηχεί πολύ δυνατά, παταγώδης2. μτφ. αυτός που θρηνεί μεγαλόφωνα.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγα- + στόνος < στένω.