παταγώδης
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
παταγώδης: -ες, ὁ ποιῶν πάταγον, θορυβώδης, ὕποπτ. λέξις, Σουΐδ. ἐν λ. Βησᾶς ἔστηκε.
Greek Monolingual
-ες
αυτός που προκαλεί πάταγο («παταγώδης αποτυχία»).
επίρρ...
παταγωδώς
με πάταγο, θορυβωδώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάταγος. Το επίρρ. παταγωδώς μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ἀκρόπολις, ενώ το επίθ. παταγώδης από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Άγγ. Βλάχου].