αγαπητός
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀγαπητός, ή, όν) ἀγαπῶ
ο αγαπημένος, ο προσφιλής
αρχ.
1. αυτός με τον οποίο αναγκάζεται ή πρέπει κανείς να είναι ευχαριστημένος
2. (για πράγματα) επιθυμητός
3. επίρρ. ἀγαπητῶς: α) με χαρά, ευχάριστα
β) μόλις για να ευχαριστηθεί κάποιος, μόλις και μετά βίας.