αγγελιαφόρος
Greek Monolingual
ο (Α ἀγγελιαφόρος) (Ν και αγγελιοφόρος)
αυτός που μεταφέρει, που διαβιβάζει αγγελία
αρχ.
εισηγητής ακροάσεων του Πέρση βασιλιά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγγελία + -φόρος < φέρω.
ο (Α ἀγγελιαφόρος) (Ν και αγγελιοφόρος)
αυτός που μεταφέρει, που διαβιβάζει αγγελία
αρχ.
εισηγητής ακροάσεων του Πέρση βασιλιά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγγελία + -φόρος < φέρω.