αγγελία
From LSJ
ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)
Greek Monolingual
η (Α ἀγγελία) ἄγγελος
είδηση, πληροφορία, μήνυμα
νεοελλ.
διαφήμιση που δημοσιεύεται σε εφημερίδες, περιοδικά κ.λπ.
αρχ.
1. προκήρυξη, πρόσταγμα, διαταγή
2. μεταβίβαση αγγελίας
3. κομιστής αγγελίας, αγγελιαφόρος.