αγιασμός
Greek Monolingual
ο (Α ἁγιασμός) αγιάζω
εξαγνισμός, καθαγιασμός
(νεοελλ.-μσν.) καθαγιασμός του ύδατος με τις ευχές και ευλογίες του ιερέα
νεοελλ.
1. τελετή που γίνεται από τον ιερέα, συνήθως σε εγκαίνια
2. το ράντισμα με την αγιαστούρα
3. αγιασμένο νερό, αγίασμα
εκκλ.
1. αφιέρωση, προσφορά στον Θεό
2. ιερός τόπος, ναός.