αγιογραφία
Greek Monolingual
η αγιογράφος
1. εικόνα αγίου ή χριστιανική γενικά παράσταση σε φορητή εικόνα ή τοίχο ναού
2. η τέχνη του αγιογράφου.
η αγιογράφος
1. εικόνα αγίου ή χριστιανική γενικά παράσταση σε φορητή εικόνα ή τοίχο ναού
2. η τέχνη του αγιογράφου.