αγκαλίδα

Greek Monolingual

η (Α ἀγκαλίς) ἀγκάλη
δέσμη ή σωρός πραγμάτων, σε ποσότητα αρκετή να γεμίσει μια αγκαλιά
αρχ.
αἱ ἀγκαλίδες
η αγκαλιά.