αγκλίτσα

Greek Monolingual

και γκλίτσα, η
το μακρύ ξύλινο ραβδί τών τσοπάνηδων, κυρτό στο πάνω μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγκυλίτσα, υποκορ. του επιθ. αγκύλη].