γκλίτσα

From LSJ

εὐλογητὸς εἶ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶνblessed are You, o Christ Our God

Source

Greek Monolingual

και γλίτσα και κλίτσα, η
ποιμενικό ραβδί με γυριστή, κυρτή λαβή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγκλίτσα με αποβολή του α-].