αγκυλόπους
Greek Monolingual
ἀγκυλόπους, -ουν (Α)
αυτός που έχει στραβά πόδια, στραβοπόδης
αρχ.
φρ. «ἀγκυλόπους δίφρος» — ο δίφρος τών Ρωμαίων αρχόντων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγκύλος + πούς.
ἀγκυλόπους, -ουν (Α)
αυτός που έχει στραβά πόδια, στραβοπόδης
αρχ.
φρ. «ἀγκυλόπους δίφρος» — ο δίφρος τών Ρωμαίων αρχόντων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγκύλος + πούς.