αγραυλία

Greek Monolingual

ἀγραυλία, η (Α)
ἄγραυλος
1. (ιδιαίτερα για βοσκούς) διαμονή στους αγρούς, στην ύπαιθρο
2. στρατιωτική υπηρεσία στους αγρούς.