ἀγραυλία
From LSJ
ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ' ἔβη → light come, light go | easy come, easy go
English (LSJ)
ἡ, service in the field, D.H.6.44 (pl.), D.S.16.15(pl.), etc.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 sg. vida nómada, vida al aire libre ἐπεθύμησας τῆς ἐμῆς ἀγραυλίας D.S.33.7, τοῖς νομεῦσιν ἀγραυλίας γεγενημένης D.S.34/35.2.29.
2 milit. plu. vivaques ὑπὸ ταῖς ἀγραυλίαις καὶ πλάναις ἐν τῇ πολεμίᾳ D.H.6.44, cf. D.S.16.15.
German (Pape)
[Seite 22] ἡ, das Leben oder Übernachten auf dem Felde, unter freiem Himmel, Dionys. H. 4, 44; D. Sic. 16, 15.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγραυλία: ἡ, ἡ κατάστασις τοῦ ἀγραύλου: - παρὰ Διον. Ἁλ. 6. 44, Διοδ., κτλ., στρατιωτικὴ ὑπηρεσία ἐν τῷ ἀγρῷ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγραυλία: ἡ жизнь в поле, ночевка под открытым небом (ἡ ἐν ταῖς ἀγραυλίαις συνήθεια Diod.).