αγριόφωνος

Greek Monolingual

ἀγριόφωνος, -ον (Α)
αυτός που έχει άγρια, τραχιά φωνή ή γλώσσα, σαν τους βαρβάρους.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγριος + -φωνή.