αδάματος

Greek Monolingual

ἀδάματος, -ον (Α) δαμῶ
1. ακατανίκητος, ακατάβλητος
2. (για γυναίκες) ανύπαντρη
3. (για ζώα) αυτός που δεν δαμάστηκε, δεν εξημερώθηκε.