ἀδάματος

From LSJ

ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδάμᾰτος Medium diacritics: ἀδάματος Low diacritics: αδάματος Capitals: ΑΔΑΜΑΤΟΣ
Transliteration A: adámatos Transliteration B: adamatos Transliteration C: adamatos Beta Code: a)da/matos

English (LSJ)

ἀδάματον, = ἀδάμαστος, unconquered, A.Ch.54, Th.233, S.OT205, etc.: of females, unwedded, S.Aj.450; untamed, μόσχος ἀ. πέσημα δίκε E. Ph.640.—Trag. word, always in lyr. (exc. S.Aj.l.c); restored by Elmsl. for ἀδάμαντος or ἀδάμαστος of codd. ἀδαμάτωρ, ἡ, epithet of Hecate, PMag.Par.1.2717.

Spanish (DGE)

(ἀδάμᾰτος) -ον
• Prosodia: [ᾰδᾰ-]
1 no domado μόσχος E.Ph.640.
2 no vencido, invicto πόλις A.Th.233, σέβας A.Ch.55, βέλεα S.OT 205, φύλαξ S.OC 1572.
3 de mujeres virgen, doncella ἄγαμον ἀδάματον ἐκφυγεῖν A.Supp.143, 153, cf. S.Ai.450.
• Etimología: Cf. δάμνημι.

German (Pape)

[Seite 32] unbezwinglich, πόλις Aesch. Spt. 215; σέβας Ch. 53; unvermählt, θεά, Athene, Soph. Ai. 445, u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 indompté;
2 vierge.
Étymologie: , δαμάω.

Russian (Dvoretsky)

ἀδάμᾰτος:
1 неодолимый, непобедимый (πόλις Aesch.);
2 неумолимый, неотвратимый (βέλεα Soph.);
3 девственный (θεά, sc. Ἀθήνα Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀδάμᾰτος: -ον, = ἀδάμαστος, ὁ μὴ νικηθείς, Αἰσχύλ. Χο. 54, Θ. 233, Ἱκ., κτλ., Σοφ. Ο. Τ. 205· ἐπὶ γυναικῶν, ἀνύπανδρος, Σοφ. Αἴ. 450· ἐπὶ ζῴων, μὴ ἡμερωθέντος, ἴδε πέσημα· - ἀδάμαντος εἶναιτύπος ὁ προτιμώμενος ἐν τῷ Μεδ. χειρογράφῳ τοῦ Αἰσχύλ., καὶ ἀδάμαστος ἐν τῷ Λαυρ. τοῦ Σοφοκλ., ἀλλὰ τὸ μέτρον ἐν πολλοῖς χωρίοις ἀπαιτεῖ τὸ ἀδάματος, οὐδέποτε δὲ -αστος ἢ -αντος, ὅθεν ὁ Ἐλμσλ. (ἐν Σοφ. Ο. Τ. 196) εἴκασεν ὅτι ἀδάματος ἦτο ὁ μόνος τύπος ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Τραγικ., οἵτινες ἔχουσι τὴν λέξιν ταύτην μόνον ἐν λυρικοῖς χωρίοις. [ᾱδᾰμᾰτω παρὰ Θεοκρ. 15. 4, ἐκτὸς ἂν ἀναγνώσωμεν ἀλεμάτω, ἴδε ἐν λ. ἠλέματος].

Greek Monotonic

ἀδάμᾰτος: -ον = ἀδάμαστος, ανυπότακτος, ανίκητος, ακυρίευτος, σε Αισχύλ. κ.λπ.· λέγεται για γυναίκες, ανύπαντρη, σε Σοφ.· επίσης, λέγεται για θηρία ή ζώα, αδάμαστος, μη εξημερωμένος, βλ. πέσημα (ᾱδᾰμᾰτω, σε Θεόκρ.).

Middle Liddell

= ἀδάμαστος
unconquered, Aesch., etc.; of females, unwedded, Soph.: of beasts, untamed, v. sub πέσημα. [ᾱδαματω in Theocr.]

Translations

invincible

Armenian: անհաղթ, անհաղթելի; Azerbaijani: basılmaz, məğlubedilməz, yenilməz; Belarusian: непераможны; Bulgarian: непобедим; Catalan: invencible; Chinese Mandarin: 無敵, 无敌, 不敗, 不败; Czech: neporazitelný; Dutch: onoverwinnelijk, onoverwinnelijke; Esperanto: nevenkebla; Finnish: voittamaton; French: invincible; German: unbesiegbar; Greek: αήττητος, ακαταμάχητος, ακατανίκητος, ανίκητος, ανυπέρβλητος, απόρθητος; Ancient Greek: ἀάατος, ἀγναμπτοπόλεμος, ἀδάμας, ἀδάματος, ἀδαμής, ἀδήριτος, ἀήσσητος, ἀήττητος, ἀκαταγώνιστος, ἀκαταμάχητος, ἀκατανίκητος, ἀκαταπολέμητος, ἀκαταπόνητος, ἀκράτητος, ἄληπτος, ἀμάχητος, ἄμαχος, ἀμεσολάβητος, ἀνίκατος, ἀνίκητος, ἀπάλαιστος, ἀπαρηγόρητος, ἀπεριγένητος, ἀπολέμητος, ἀπόλεμος, ἀπόμαχος, ἄπορος, ἀπρόσβλητος, ἀπρόσμαχος, ἀπτόλεμος, ἀτρίακτος, αὐτόλιθος, ἀχείρωτος, δυσανταγώνιστος, δυσέλεγκτος, δύσμαχος, δυσνίκητος, δυσπάλαιστος, δυσπολέμητος, κραταιός, ὑπέρβιος; Icelandic: ósigrandi; Irish: dochloíte, dosháraithe; Italian: invincibile, imbattibile; Japanese: 倒せない, 無敵の, 不敗の, 難攻不落の; Kurdish Central Kurdish: نەبەز‎; Latin: invictus; Latvian: neuzvarams; Lithuanian: nenugalimas, neįveikiamas; Macedonian: непобедлив; Malay: tidak terkalahkan; Malayalam: അജയ്യ, അജയ്യനായ; Manx: neuvainshtyragh; Norwegian: uovervinnelig; Old English: unoferswīþendlīċ; Polish: niezwyciężony; Portuguese: invencível; Romanian: invincibil, imbatabil; Russian: непобедимый; Sanskrit: अजेय, अषाढ, दुराधर, दुराधर्ष, दुर्जय, अजित; Serbo-Croatian Cyrillic: непобѐдив, непобјѐдив; Roman: nepobèdiv, nepobjèdiv; Slovak: neporaziteľný; Slovene: nepremagljiv; Spanish: invencible; Swedish: oövervinnerlig; Tagalog: masusupil; Tamil: வெல்லமுடியாத; Thai: อยู่ยงคงกระพัน; Turkish: yenilmez; Ukrainian: непереможний