ἀδάματος
Contents
English (LSJ)
ον, = ἀδάμαστος, unconquered, A.Ch.54, Th.233, S.OT205, etc.: of females, unwedded, S.Aj.450; untamed, μόσχος ἀ. πέσημα δίκε E. Ph.640.—Trag. word, always in lyr. (exc. S.Aj.l.c); restored by Elmsl. for ἀδάμαντος or ἀδάμαστος of codd. ἀδαμάτωρ, ἡ, epithet of Hecate, PMag.Par.1.2717.
Spanish (DGE)
(ἀδάμᾰτος) -ον
• Prosodia: [ᾰδᾰ-]
1 no domado μόσχος E.Ph.640.
2 no vencido, invicto πόλις A.Th.233, σέβας A.Ch.55, βέλεα S.OT 205, φύλαξ S.OC 1572.
3 de mujeres virgen, doncella ἄγαμον ἀδάματον ἐκφυγεῖν A.Supp.143, 153, cf. S.Ai.450.
• Etimología: Cf. δάμνημι.
German (Pape)
[Seite 32] unbezwinglich, πόλις Aesch. Spt. 215; σέβας Ch. 53; unvermählt, θεά, Athene, Soph. Ai. 445, u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 indompté;
2 vierge.
Étymologie: ἀ, δαμάω.
Russian (Dvoretsky)
ἀδάμᾰτος:
1 неодолимый, непобедимый (πόλις Aesch.);
2 неумолимый, неотвратимый (βέλεα Soph.);
3 девственный (θεά, sc. Ἀθήνα Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀδάμᾰτος: -ον, = ἀδάμαστος, ὁ μὴ νικηθείς, Αἰσχύλ. Χο. 54, Θ. 233, Ἱκ., κτλ., Σοφ. Ο. Τ. 205· ἐπὶ γυναικῶν, ἀνύπανδρος, Σοφ. Αἴ. 450· ἐπὶ ζῴων, μὴ ἡμερωθέντος, ἴδε πέσημα· - ἀδάμαντος εἶναι ὁ τύπος ὁ προτιμώμενος ἐν τῷ Μεδ. χειρογράφῳ τοῦ Αἰσχύλ., καὶ ἀδάμαστος ἐν τῷ Λαυρ. τοῦ Σοφοκλ., ἀλλὰ τὸ μέτρον ἐν πολλοῖς χωρίοις ἀπαιτεῖ τὸ ἀδάματος, οὐδέποτε δὲ -αστος ἢ -αντος, ὅθεν ὁ Ἐλμσλ. (ἐν Σοφ. Ο. Τ. 196) εἴκασεν ὅτι ἀδάματος ἦτο ὁ μόνος τύπος ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Τραγικ., οἵτινες ἔχουσι τὴν λέξιν ταύτην μόνον ἐν λυρικοῖς χωρίοις. [ᾱδᾰμᾰτω παρὰ Θεοκρ. 15. 4, ἐκτὸς ἂν ἀναγνώσωμεν ἀλεμάτω, ἴδε ἐν λ. ἠλέματος].
Greek Monotonic
ἀδάμᾰτος: -ον = ἀδάμαστος, ανυπότακτος, ανίκητος, ακυρίευτος, σε Αισχύλ. κ.λπ.· λέγεται για γυναίκες, ανύπαντρη, σε Σοφ.· επίσης, λέγεται για θηρία ή ζώα, αδάμαστος, μη εξημερωμένος, βλ. πέσημα (ᾱδᾰμᾰτω, σε Θεόκρ.).
Middle Liddell
= ἀδάμαστος
unconquered, Aesch., etc.; of females, unwedded, Soph.: of beasts, untamed, v. sub πέσημα. [ᾱδαματω in Theocr.]