-η, -ο (Μ ἀδέσμευτος, -ον) δεσμεύωνεοελλ.ο μη δεσμευμένος, αυτός που δεν υπόκειται σε δεσμεύσεις ή περιορισμούς, που έχει την ελευθερία να ομιλεί ή να πράττει κατά βούληση, ο ελεύθεροςμσν.ο άδεσμος.