άδεσμος
From LSJ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
Greek Monolingual
ἄδεσμος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται σε περιορισμό ή υπό επιτήρηση δίχως δεσμά ή φρουρούς («ὁ δ’ εκεῖνον μὲν ἐν ἀδέσμῳ φυλακῃ εἶχε», Θουκ. 3, 34)
πρβλ. και το λατ. libera ή liberalis custodia
2. ανοιχτός
3. αυτός από τον οποίο έχει αφαιρεθεί ο επίδεσμος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + δεσμός.
ΠΑΡ. αρχ. ἀδέσμιος.