βούληση

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473

Greek Monolingual

η (AM βούλησις) βούλομαι
1. θέληση, επιθυμία
2. πρόθεση, σκοπός
νεοελλ.
1. η ικανότητα του υποκειμένου να αντιδρά στην κατάστασή του (ορμή, άμεση αντίδραση σε μια κατάσταση, προσπάθεια για έναν σκοπό, απόφαση και συγκέντρωση της θέλησης προς τον σκοπό)
2. φρ. α. «δήλωση βουλήσεως» — δήλωση με την οποία φυσικό ή νομικό πρόσωπο επιδιώκει να επιφέρει έννομα αποτελέσματα
β. «κατά βούλησιν» — στρατιωτικό, παράγγελμα που παρέχει μεγαλύτερη ευχέρεια στην εκτέλεση κίνησης ή βολής
αρχ.
η σημασία ενός ποιήματος ή μιας λέξης.